- μελισσοτόπι
- το1. τόπος όπου είναι εγκατεστημένες κυψέλες μελισσών, μελισσόκηπος2. τόπος πρόσφορος για την εγκατάσταση μελισσοκομείου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελισσοτόπι — το ιού, τόπος με κυψέλες, το μελισσοκομείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελισσοκομείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 365 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παγγαίου του νομού Καβάλας. Βρίσκεται σε απόσταση 27 χλμ. ΝΔ της Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πιερέων. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. * * * το (ΑM… … Dictionary of Greek
μελισσόκηπος — ο κήπος ή τόπος περίφρακτος, συνήθως, μεσημβρινός και υπήνεμος, όπου είναι τοποθετημένες κυψέλες τών μελισσών, αλλ. μελισσομάντρι, μελισσοτόπι, μελισσώνας, μελισσοτροφείο, μελισσουργείο … Dictionary of Greek
μελισσώνας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 36 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται σε απόσταση 125 χλμ. ΝΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου του νομού Ευβοίας. * * * ο, και μελισσώνα, η (ΑM μελισσών, ῶνος, Α αττ. τ. μελιττών, Μ και μελισσώνας … Dictionary of Greek
μελισσοτροφείο — το το μελισσοκομείο, το μελισσοτόπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)